\\               ΤΙΜΕ ΙΝ ΑΤΗΕΝS            







GREEKS 
IN AUSTRALIA

Explore the Map above





 


 

ΜΙΚΡΑΣΙΑΤΙΑΤΙΚΑ

Η ΝΕΑ ΙΩΝΙΑ ΑΤΤΙΚΗΣ ΟΠΩΣ ΤΗΝ ΒΙΩΣΑ ΚΑΙ ΤΗΝ ΒΙΩΝΩ

Για μένα, ο προσφυγικός συνοικισμός της Νέας Ιωνίας,  ήταν ο τόπος που στα παιδικά μου χρόνια ήταν πηγή παραμυθένιας φαντασίας, οπτικά γεμάτη από χρώμα Μεσανατολίτικο, της κατηγορίας των ζεστών χρωμάτων, να σε αγκαλιάζουν με την ίδια θαλπωρή, του  γονικού αγκαλιάσματος. Αργότερα όξυνε την ανάγκη μου για γνώση και μελέτη της ιστορίας της νεώτερης Ελλάδας χωρίς να έχει χάσει την γοητεία της και ό,τι επιζητάς σε μία ιδανική ανθρώπινη κοινότητα. Το πιο σπουδαίο , μου δίδαξε πως σε ιστορικές  μελέτες και ιδιαίτερα σε αυτές που συνοδεύονται απο συναισθήματα, πρέπει να είσαι συγκρατημένος,  στην διαδικασία συμπερασμάτων.

Η μέλλουσα συνοικία που θα ονομαζόταν  Νέα Ιωνία, ήταν μία μεγάλη άδεια περιοχή, στους πρόποδες τριών βουνών της Αττικής, της Πεντέλης, του Υμηττού και της Πάρνηθας που προειδοποιούσε τους ταξειδιώτες Αθηναίους του 19ου αιώνα πως έμπαιναν στην εξοχική ζώνη της Αττικής, με τελικούς  προορισμούς, το Νέο Ηράκλειο των Βαυαρών, το γραφικό χωριό του  Αμαρουσίου των ιαματικών νερών  και την κοσμοπολίτικη Κηφισιά.

Για την αναγνώριση της αξίας της μικρής κοινωνίας της Νέας Ιωνίας, είναι σημαντικό να αναφερθούν ορισμένες λεπτομέριες στα παρασκήνια.

 Από τον 19ου  αιώνα, τα σημάδια  μιας  τάσης για ανεξαρτοποίηση και ενδεχόμενη επανάσταση στον Ελλαδικό χώρο, η συμμετοχή Μικρασιατών είχε όχι απλώς ανησυχήσει την Πύλη αλλά είχε ενεργήσει παραδειγματικά με βία στον Μικρασιατικό χώρο.

Από τις αρχές του 20ου αιώνα, την εποχή της σταδιακής  κατάρρευσης της πλατιάς, πολυεθνικής Οθωμανικής αυτοκρατορίας, υπήρξε διεθνές ενδιαφέρον για την καινούργια κυριότητα των παλαιών κτήσεων ή ποια χώρα θα εξασκούσε επιρροή επί των κτήσεων αυτών. Οι μεγάλες δυνάμεις, βίαζαν για υπογραφές πρωτοκόλων ή συμφωνιών όσον αφορά στον καθορισμό συνόρων. Στην χερσόνησο υπήρχε ήδη  παρουσία Άγγλων, Γάλλων και Ιταλών. Το ανερχόμενο κίνημα των Νεότουρκων με καθοδηγητή τον στρατηγό Κεμάλ, στις διάφορες πρώην κτήσεις της αυτοκρατορίας, συμπεριλαμβανομένης και της χερσονήσου της Ανατολίας(σημερινή Τουρκία),  είχε όχι μόνο κάνει τις εθνικιστικές διεκδικήσεις του καθαρές, αλλά είχε δυναμικά μπει στο παιχνιίδι της διεθνούς σκακιέρας, των συμφωνιών περι συνόρων.

Το 1914,  η νεογέννητη τότε μητέρα μου  Πολυτίμη, είχε χάσει την μητέρα της μαζύ με αδέλφια, στον μεγάλο σεισμό της Σπάρτης τον Burdur Εarthquake, των  7.0 της κλίμακας Ρίχτερ. Η Σπάρτη όπως και όλη η  γύρω περιοχή καθόταν πάνω σε γνωστή σεισμογενή ζώνη. Χιλιάδες κόσμος εξαφανίστηκε κάτω από τα χαλάσματα   και σε καιρούς που ανάμεσα στους Μικρασιάτες, είχαν  άσχημα ριζώσει η αβεβαιότητα και  υποψίες  για την ασφάλειά τους. Η ανάγνωση των γεγονότων και των πολιτικών εξελλείξεων δεν έδειχναν τους καλύτερους οιωνούς. Οι άνδρες εξαφανίζονταν στα  τότε ακόμα λεγόμενα κατ’ εφημισμό, Αμελέ Ταμπουρού, τις αναγκαστικές ομάδες εργασίας.  Ο πατέρας της Πολυτίμης, με βαρύ το τραύμα του χαμού της γυναίκας και των παιδιών του, είχε μπροστά του την μοίρα της δικής του  εξορίας και αυτήν του γυιού του.  Όρισε μία γνωστή γυναίκα να γίνει η μητέρα των κοριτσιών, να έχουν κάποιον για προστασία.

 


Τέτοιες πορείες ανδρών,  αρχικά με τελικό προρισμό κάποιο δημόσιο έργο, αργότερα εξελλείχτηκαν σε πορείες  χιλιομέτρων, χωρίς τελικό προορισμό.

 

Το 1919, ο Βενιζέλος αποδέχεται κατόπιν συμμαχικής προτροπής να προβεί σε  στρατιωτική απόβαση, με σκοπό την διοίκηση της Σμύρνης και μόνο. Οι ελληνικές εκλογές όμως εξέλεξαν βασιλικούς υπό τον βασιλιά Κωνσταντίνο και η απόβαση  αυτοβούλως, εξελλείχθηκε σε κτητικής φύσης προέλαση πέρα από το Αφιόν Καραχισάρ. Η εκστρατεία υπό των Κωνσταντίνο, δεν είχε πλέον τους ίδιους σκοπούς και ως εκ τούτου, την υποστήριξη των συμμάχων. Ο στρατός δεν ήταν καλά εξοπλισμένος και η εκστρατεία  δεν είχε μεθοδικά διαβάσει το διεθνές σκηνικό, πως ο Κεμάλ του εθνικισμού είχε εκλεγεί πρωθυπουργός,  πως οι μπολσεβίκοι τον είχαν υποστηρίξει με όπλα, αλλα και πώς το Νεοτουρκικό κίνημα, είχε  διαβρώσει τις ψυχές των Τουρκμάνικων φυλών. Άνθρωποι αγαθοί,  με την ενστικτώδη γνώση  της στέπας, στην ουσία γνώστες του πώς οργανώνεται η νομαδική ζωή, η μόρφωση ή η κοινωνική οργάνωση δεν αποτελούσαν  προτεραιότητα για την επιβίωση τους. Θεωρούσαν τύχη να έχουν τους  κάρντες(αδελφούς) στον ρόλο της  στατικής κοινωνικής οργάνωσης.

 Τώρα είχαν πεισθεί πως το Οθωμανικό κομμάτι της πολυεθνικής Μικράς Ασίας ώφειλε να μείνει  στην δική τους κυριαρχία και  πως  ήταν θύματα των όποιων οργάνωναν την κοινωνία στην οποία ζούσαν. Έγιναν τσέτες, που αφέθηκαν επι σκοπού να δρουν και να εγκληματούν κατά βούληση, χωρίς κανένα έλεγχο. Μέχρι το 1923 τα παλια Αμελέ Ταμπουρού, κατ’εφημισμό τάγματα εργασίας, τώρα ήταν γνωστά σαν ‘εξορία’. Ο ανδρικός πληθυσμός από 16 χρονών και πάνω ήταν στόχος εξόντωσης.

Η ανεύθυνη απόφαση του ελληνικού στρατού να προχωρήσει προς το Αφιόν Καραχισάρ για την δημιουργία της Μεγάλης Ελλάδας, άφηνε το ελληνικό στοιχείο της Μικράς Ασίας   στο έλεός του. Με ανταλλαγή αρχικά,  ή μέσα σε συνθήκες βίας αργότερα, χιλιάδες ελληνισμού, ανοργάνωτα εγκατέλειπε τα πάντα. Εγκατέλειπε με περισσότερο πόνο,  αυτό που τους άκουγα μετά απο χρόνια σε οικογενιακές ή μη συναθροίσεις,  να αποκαλούν «ΠΑΤΡΙΔΑ».

Το 1923, τα κορίτσια μόνες με τον υπόλοιπο γυναικείο πληθυσμό της Σπάρτης, είχαν βιώσει την τραγική και τραυματική εμπειρία της βίαιης εξόδου από την Σπάρτη προς την Ελλάδα μέσω Αττάλλιας. Μουτζουρωμένες με κάρβουνο, να κρύψουν την παρθενική τους νεότητα, αβέβαιες για την ζωή τους, στην διαδρομή στο έλεος των ληστών, υπό την προστασία μόνο του περίφημου ΠαπαΙωακείμ, ενώ ο ανδρικός πληθυσμός των χιλίων, απο 16 χρόνων και πάνω, συνέχιζε να  αποδεκατίζεται στην ωμά πια ονομαζόμενη εξορία. Οι μετακίνηση των ανδρών  γινόταν με τα πόδια, στην αλήθεια δεν υπήρχε προορισμός για κάποιο έργο, παρά κατεύθυνση προς τα ενδότερα της Ανατολίας. Χωρίς ρούχα για τις βαριές καιρικές συνθήκες, χωρίς παπούτσια χωρίς τροφή, γιατί αυτά ήταν στόχος αυτών που τους ακολουθούσαν!

Τέτοιες πορείες ανδρών,  αρχικά με τελικό προρισμό κάποιο δημόσιο έργο, αργότερα εξελλείχτηκαν σε πορείες  χιλιομέτρων, χωρίς τελικό προορισμό.

 

 

Το βιβλίο του Βενέζη «Το νούμερο 31328»,  η προσωπική του εμπειρία από την εξορία, αποτελεί  ένα  σπάνιο ιστορικό ντοκουμέντο, γιατι παράδοξο, οι Μικρασιάτες ποτέ δεν μιλούσαν για την εξορία, το τι  βίωσαν, τις εικόνες που κατέγραφαν τα μάτια τους, ίσως γιατί είχαν μείνει μόνιμα άφωνοι μπροστά στην απάνθρωπη πολιτική πολυπλοκότητα και τα παράδοξα μιας μικρής ζωής .

Στην Νέα Ιωνία, στην Έδεσσα, στην Κοκκινιά, των συγγενών,  τους άκουγα που μιλούσαν με συναισθηματικό φόρτο και αγάπη για την «ΠΑΤΡΙΔΑ», εννοώντας κάποιο Μικρασιατικό τόπο, ή οτι ζούσαν ειρηνικά μαζύ ή μικρές ιστορίες, πως η τάδε Τουρκάλα σταύρωνε το ψωμί που ζυμωνε και άλλα τέτοια.  

Απροστάτευτος ο διάσπαρτος ελληνισμός απο το  εθνικιστικό μένος του Νεοτουρκικού κινήματος, από τα δυτικά παράλια μέχρι τα βάθη της Ανατολίας στα Άδανα, απροστάτευτος και αμελητέος απο την μητέρα Ελλάδα.

Το 1924-25, η  μητέρα μου, μικρό εξάχρονο κοριτσάκι με τον ταλαιπωρημένο πατέρα, τον εξαντλημένο νεαρό αδελφό της, και την μητριά της όπως και η οικογένεια της δεκαεπτάχρονης αδελφής της, εξαντλημένοι πρόσφυγες, κατακερματισμένοι ψυχολογικά, μετά τις μετακινήσεις τους απο τον Πειραιά, το πρώτο  ελληνικό μέρος με το οποίο ήρθαν σε επαφή, το νησί της  Ικαρίας και της Υδρας, το Δουργούτι, τώρα Νέος Κόσμος,  εγκαταστάθηκαν στον προσφυγικό συνοικισμό της Νέας Ιωνίας. Τους δόθηκαν προσφυγικά σπίτια, ένα για την κάθε οικογένεια.

Με την άφιξή τους στην Ελλάδα, το αφιλόξενο πρόσωπο των αυτοχθόνων προς τους Ίωνες της φιλοσοφίας, τους Πισιδείς, τους  συνεχιστές του Ομήρου, τους Βυζαντινούς της Ορθοδοξίας, μαζύ με  την επανασύνδεση με τον εξαντλημένο πατέρα και τον αγνώριστο  αδελφό απο την εξορία  είχαν προσθέσει χάντρες στο κολλιέ με τις πληγές, βαρύ να τις πνίγει .

 Τώρα είχαν επιτέλους μία στέγη πάνω από το κεφάλι. Ήταν, τους είπαν αρχαίος τόπος, είχαν βρεθεί απομεινάρια της ζωής  αρχαίων προγόνων και οι «ποδάρες»του Αδριάνιου υδραγωγείου που κουβαλούσε νερό απο την Πεντέλη, ήσαν ακόμα όρθιες. Η περιοχή, τους είπαν, ήταν γνωστή ως Ποδαράδες και το ποτάμι που ελεισσόταν στην περιοχή, ο Ποδονύφτης, αδύναμος τώρα, είχε κάποτε δόξα σαν παραπόταμος του Κηφισού.Τους εξήγησαν πως αν και αδύναμος θα ήταν χρήσιμος για μέλλοντικά βυρσοδεψία ή βαφεία χαλιών.

Η στέγαση των προσφύγων, απαιτούσε άμεση λύση και σε πολλά μέρη της Ελλάδας, σε μεγάλους χώρους, δημιουργήθηκαν οικισμοί, κτίστηκαν σπίτια να στεγάσουν τους Μικρασιάτες πρόσφυγες.

Η Ελλάδα τότε, με τον βαθειά άρρωστο κρατικό μηχανισμό, στην ουσία νέο κράτος, οικονομικά και ψυχολογικά ήταν ταλαιπωρημένη απο προηγούμενους πολέμους και διεθνείς συνθήκες,  με σύνορα υπό συζήτηση. Οι αυτόχθονες* πολίτες ζούσαν ήδη  στην αβεβαιότητα και την κούραση από τον σαρκοβόρο διχασμό, ανάμεσα σε Βενιζελικούς και βασιλικούς του Κωνσταντίνου, ενώ στρατιώτες απο τους πολέμους, μέσα σε ένα κράτος χωρίς υποδομές, καρτερικά βίωναν την εγκατάλειψη και το τέλος. Μέσα σε αυτές τις τοπικές συνθήκες, η Ελλάδα    βρέθηκε εμπρός στο τεράστιο οικονομικό και ανθρωπιστικό πρόβλημα, αυτό της εγκατάστασης χιλιάδων  άμοιρων ελλήνων προσφύγων της Μικράς Ασίας.   

Τα σπίτια άλλωτε μονόροφα μικρά, ενός δωματίου, άλλωτε διόροφα για να στεγάσουν τέσσερις οικογένειες. Η ίδια εικόνα στον συνοικισμό της  Κοκκινιάς όπου είχαν εγκατασταθεί η οικογένεια του πατέρα μου, με τους γονείς και τα αδέλφια του.

Η Νέα Ιωνία των μίζερων μικρών σπιτιών άρχισε να δείχνει οικονομική άνθιση. Οι Σπαρταλήδες είχαν σεβαστεί τον Διαφωτισμό. Στο ακουστικό μου ραντάρ υπήρχε το «η μόρφωσις είναι το χρυσούν βραχιόλιον». Ήταν γνώστες της λειτουργίας της Δημογεροντίας, οργανισμού που πέρα απο τα κοινοτικά καθήκοντα ήταν υπόλογος στο κράτος για το Μιλλέτι. Ήταν έμποροι ικανοί να διαβάσουν την κίνηση της αγοράς, τοπικής και σε διεθνή κλίμακα. Στην Σπάρτη, είχαν εργοστάσια χαλιών.Παρήγαν τα περίφημα χαλιά ΣΠΑΡΤΑ που τα χαρακτήριζε το Πέρσικο σχέδιο σε διαφορά με το γεωμετρικό εύκολο σχέδιο κιλιμιού.Το προιόν ήταν εξαγώγιμο, κάτι που στους τσέτες ενέπνευσε δόλο και δολοφονίες. Ήταν χρηματιστές στην Σμύρνη, λογιστές αλλα και επιστήμονες, νομικοί και γιατροί, παραδόξως πολλοί σε αριθμό σε αναλογία, σπουδαγμένοι στην Κωνσταντινούπολη και το Παρίσι. Κύριο χαρακτηριστικό, ήταν γλεντζέδες. Κατηγορήθηκαν γιαυτό, από αυτόχθονες, με ευκολία, έλλειψη γνώσης και σκέψης. «Οι πρόσφυγκες!Σφύγκες, τουρκόσποροι  φέρανε το χασίσι, τους τεκέδες, οι γυναίκες τους ειναι εύκολες, κοίτα πως μιλούν με τους άνδρες». Η εξοικίωση με τα μικρασιάτικα τραγούδια με το πάντρεμα  της κοσμικής βυζαντινής, της πόλκας, της οπερέτας, του αμανέ ακόμα και του στρατιωτικού εμβατήριου ήταν έξω από τον κύκλο των  εμπειριών τους. Αυτόχθονες* με δόση ευαισθησίας, δημιουργούσαν τραγούδια με «πεθερές που τηγάνιζαν δηλητηριασμένα ψάρια για τις προσφυγοπούλες νύφες».

Γνωστό μέχρι σήμερα, το τραγούδι

Αρχοντογιός παντρεύεται και παίρνει προσφυγούλα, μαυρομάτα μου, σε κλαίν τα μάτια μου

Η μάνα του σαν τάκουσε πολύ της κακοφάνει

πιάνει δυο φίδια ζωντανά  και να,  τα τηγανίζει

κάτσε νύφημ’να φας να πιεις

ψάρια τηγανισμένα

Από την πρώτη πιρουνιά η κόρη εφαρμακώθει

.........................

Ακόμα και πρόσφατα, το 2004, είχαμε το φιλμ «Πολίτικη Κουζίνα», όπου οι διαφορές αυτοχθόνων/ετεροχθόνων, παρουσιάζονταν  με κάποια διάσταση κωμικού στοιχείου.

Ήταν γεγονός, η ύπαρξη παρθεναγωγείων στον Μικρασιάτικο χώρο, με την εγκαθίδρυση των διατάξεων του Τανζιμάτ. Η  γυναίκα στην Μικρασιάτικη κοινωνία της Σπάρτης,  είχε κύρος, συμμετείχε σε βενγκέρες. Είχε το δικαίωμα της γνώμης της και ειδικά αυτό, παρεξηγήθηκε στην Ελλάδα. Ήταν ανοιχτόκαρδες, τραγουδούσαν, συμμετείχαν, στολίζονταν, μιλούσαν με αυτοπεποίθηση, μαγείρευαν σύνθετα φαγητά επειρεασμένα απο την μαγειρική τέχνη της Ανατολής, των μυρωδικών  και των πολύπλοκων γεύσεων. Από μικρές ανάπτυσαν την μαγειρική όχι για μελλοντική σκλαβιά αλλά γιατί αυτό απαιτούσε αυτή  η μορφή της  τέχνης.

Στην Νέα Ιωνία, όπως και σε άλλους προσφυγικούς συνοικισμούς από νωρίς παρουσιάστηκε το φαινόμενο μιας παράξενης πολεοδομικής καταπάτησης, που μέχρι σήμερα περιμένουν ευτυχώς καρτερικά, να γίνουν μνημεία της ιστορίας μιας αναποφάσιστης Ελλάδας.Το δωμάτιο «σπίτι», όπως το γνώρισα, εσωτέρικά έφερε την ανάγκη για καλαισθησία Στο πεζοδρόμιο γινόταν η καταπάτηση. Το δωμάτιο δεν ήταν αρκετό να στεγάσει το στούντιο, τον χώρο έμπνευσης της Μικρασιάτισσας.

Το επιπλέον κουζινάκι έμελε να γίνει ο χώρος των θαυμάτων για τα σύνθετα φαγητά «από το τίποτε», τα τουρσιά και την ποικιλία των γλυκών του κουταλιού που εθιμοτυπικά προσφέρονταν σαν καλοσώρισμα με κρύο νερό. Οι συνταγές ανταλλάσονταν  από Μικρασιάτισσα σε Μικρασιάτισσα σαν μύνημα της Φιλικής εταιρείας, με άσχημες παραλλαγές εάν την ζητούσε κάποια εντόπια! Εκεί έπαιρνε διαστάσεις η εκδίκηση κατά των εντόπιων νυφάδων.Το κέρασμα είχε ρίζες βαθιές στην Μικρασιάτικη ζωή. Ήταν ιεροτελεστεία που απαιτούσε επισημότητα.  Το γλυκό του κουταλιού σε ειδικό πιατάκι συνοδευόταν  από κρύο νερό, σε δίσκο καλυμένο με δαντέλα.Αυτό με την άφιξη του επισκέπτη και ο επισκέπτης έπρεπε να ανταποκριθεί γιατί έτσι υπογραφόταν μυστική συμφωνία, «υπόσχομαι να ανοίξω την καρδιά μου, υπόσχεσαι να ανοίξεις την καρδιά σου». Σε περίπτωση που υπήρχε άρνηση, συνήθως από εντόπιο, υπήρχε κάποιο πάγωμα και η φραστική αντίδραση  ήταν «Αμάν σογούκ,»(αμάν κρυόπλαστος).

         Εκατοντάδες κουζινάκια στην Νέα Ιωνία, περιμένουν την ιστορική τους αναγνώριση.

Φωτογράφιση το 2000, Καλλιρόη Λουκίδου Τσιάτη.

 

Το εσωτερικό του «σπιτιού», ήξεραν πως να το κάνουν σπίτι απάγκιο. Ήταν ένας χώρος κρύος , το πάτωμα ήταν τσιμεντένιο και οι τοίχοι τράβαγαν υγρασία. Αρκετές οικογένειες που γνώρισα, είχαν στήσει αργαλειό για χαλί. Καμμιά φορά σαν παιδί, η Θεία Αλεξάνδρα,  μου εμπιστεύονταν  την βαριά «χτένα» να χτυπήσω τους κόμπους. Ήξεραν την τέχνη, και στην Ελλάδα έγινε πηγή χρηματικής υποστήριξης. Σπουδαίοι σχεδιαστές χαλιών ζούσαν ανάμεσα μας και είχα την τύχη να μοιράζομαι με μερικούς την ίδια γειτονιά. Αυθεντικά σχέδια Πέρσικου χαρακτήρα με νερομπογιά , του Βασιλειάδη τουλάχιστον τελείωσαν στην Εθνική Πινακοθήκη. Ό,τι χαλί δεν πουλιόταν ή περίμενε,  το χρησιμοποιούσαν από τοίχο σε τοίχο  στο πάτωμα. Σκέπαζαν με αυτά και τα κρεββάτια για να γίνουν στην ουσία κατωσέντονα. Καμμιά φορά γίνονταν μπάντες στους τοίχους. Ο χώρος ζεσταινόταν, γέμιζε χρώματα, αποχρώσεις του βαθιού κόκκινου και του μπλε της Πρωσίας με τα σχέδια, αραβουργήματα της Γρανάδας, με το σύμπαν, τα αστέρια, καμμιά φορά και το ζωικό βασίλειο. Δαντέλες χειροπιαστές κάλυπταν κασονάκια, κάποια στάκα με εγκυκλοπαίδιες, αυτοσχέδια «έπιπλα», με κάτι από πάνω. Όταν έμπαινε το φθινόπωρο ήταν η  μυρωδιά του μαλλιού και της ναφθαλίνης μαζύ με την μυρωδιά των μπαχαρικών από το μαγείρεμα που σε έβαζαν καθημερινά σε Κυριακάτικη γιορτινή διάθεση, όσο απαιτητική κιαν ήταν η ημέρα. Κι όταν μεγαλώνεις διαβάζεις το πρόσωπο της ευτυχίας και πόσο τυχερός που βίωσες τις εικόνες πρώτο χέρι.

Κάτι  βράδια στο προσφυγικό της θείας Αλεξάνδρας,  μικρό παιδί, μουσαφίρισσα,  μου άρεσε να κυλιέμαι πάνω  στα χαλιά,  το φως θερμό από την λάμπα των λίγων κερίων, έκανε τις σκιές βαριές και από ψηλά ο θείος με γυμνά πόδια με χέρια σαν φτερούγες ανοιχτά, έκλεινε τα μάτια και  λικνιζόταν στους ήχους κάποιου αμανέ απο τα βραχέα! Στην «πατρίδα» εργοστασιάρχης, κοσμοπολίτης, μερακλής, δεν του πήγαινε καλά εργάτης στις διάστρες ή τσαγκάρης. Ερχόταν και έκαιγε τα καλαπόδια στην θερμάστρα. Οι σκιές βάραιναν και οι αμανέδες καβαλούσαν τα κύματα και μια ερχόντουσαν δυνατά και μια φεύγαν μακριά σαν άγρια άλογα σε διαφορετικές κατευθύνσεις.  Και εγώ γινόμουν μάρτυρας του θεάτρου στην πιο ζωντανή του μορφή .

  Ακρυλικό σε χαρτί, «Το εσωτερικό του προσφυγικού της θείας Αλεξάνδρας»

Καλλιρόη Λουκίδου Τσιάτη.

 

 Τα καλοκαιρινά βράδια, ο εσωτερικός χώρος στα προσφυγικά,  γινόταν ασφυχτικός και ο κόσμος στα σκοτεινά καθόταν έξω στο πεζοδρόμιο με τα καρεκλάκια του να αισθανθεί λίγη δροσιά. Κουβέντιαζαν χαμηλόφωνα, γλυκές φωνές στα τούρκικα, συνήθως ίδιες ιστορίες από την πατρίδα,  με χαμηλή υπόκρουση, κάποια ταξίμια και αμανέδες από τα βραχέα. Και ήταν τέτοιες γλυκές, μαγικές εικόνες που αύξαναν το Οθωμανικό γλωσσικό μου υλικό με πλήρη αποδοχή. Ήταν η εξοικείωση με αυτό το γλωσσικό υλικό, που με βοήθησε εν καιρώ να μεταφράσω γράμματα που αντάλλασσαν ο εξόριστος μικρός πατέρας μου με τον επίσης εξόριστο πατέρα του, γραμμένα στα Καραμανλίδικα.

Τα Σάββατα ήταν η ημέρα της προσωπικής  καθαριότητας, στο χαμάμ της Νέας Ιωνίας.Το λουτρό, το χαμάμ, σου πρόσφερε την ονειρική πολυτέλεια με όλη την μακριά τελετουργεία της προσωπικής ευχαρίστησης. Ο  κόσμος πηγαίνανε παρέες παρέες. Ξέχωρα οι γυναίκες από τους άνδρες. Έπαιρνες μέσα σε έναν μποχτσά*, το τάσι*,  το θαλασσινό σφουγγάρι, το πράσινο σαπούνι, την λούφα,* τις αλλαξιές, φρούτα και τουρσί, για να αντέξεις τον ατμό και να κατευνάσεις την δίψα.Το χαμάμ ήταν μία άλλη γωνία του παραδείσου. Από την είσοδο έμπαινες σε ένα φουαγιέ. Γύρω είχε σειρά από στενά δωματιάκια, όπου κάθε παρέα ετοιμαζόταν για τον κυρίως χώρο του χαμάμ. Η πομπή άρχιζε με τα γυμνά σώματα τυλιγμένα στα μπουρνούζια και τα ιδιαίτερα ηχηρά τσόκαρα στο μαρμάρινο πάτωμα.Η πομπή κατευθυνόταν στην βαρειά ξύλινη πόρτα που χώριζε το φουαγιέ απο τον κυρίως χώρο του χαμάμ.Η πόρτα άνοιγε με ένα ήχο όμοιο με στριγγιά και έκλεινε τον ατμό αεροστεγώς, με ένα ιδιαίτερα δεικτικό βαρύ ήχο που με την ηχώ διπλασιαζόταν στα όρια της φοβέρας. Στον κυρίως χώρο έχανες την όραση από τον ατμό, θολά διέκρινες τα γυμνά σώματα να κινούνται νωχελικά Μόνο οι χρωματιστές ακτίνες από το θολωτό ταβάνι με τα μικρά χρωματιστά γυαλιά, έσχιζαν τον ατμό δυναμικά. Γύρω γύρω ήταν οι γούρνες, μια για κάθε παρέα και στην μέση ήταν η  μαρμάρινη πίστα όπου σε ξάπλωνε η λουτράρισσα για το τρίψιμο με την λούφα.

Ακουαρέλα σε χαρτί, «Το Χαμάμ της Νέας Ιωνίας», Καλλιρόη Λουκίδου Τσιάτη.

 

Σταδιακά, οι Μικρασιάτες Σπαρταλίδες, έκαναν την Νέα Ιωνία να είναι γνωστή σαν το Μάντσεστερ της Ελλάδας. Γέμισε ο τόπος εργοστάσια και ψηλές καμινάδες που τις άκουγες να σφυρίζουν όποτε άλλαζε η βάρδια. Άκουγες τους εργάτες, γυναίκες και άνδρες,  μέσα στην νύχτα να τρέχουν για την βάρδια.Οι καμινάδες στέκουν ακόμα εκεί. Το παλιό καφεκοπτείο σε απόγονους της ίδιας  οικογένειας, στην ίδια θέση, τα τρία φωτογραφεία ακόμα στις ίδιες οικογένειες, τα περίφημα στραγαλάδικα στα ίδια οικογενιακά ονόματα, απόγονοι παλιών οικογενειών  ζούμε στον ίδιο χώρο. Ένας από τους επιζώντες γιατρούς,  με την συνταξιοδότηση ανάλαβε τον φούρνο των προγόνων, πρακτική δουλειά στο ζύμωμα, για να τον βλέπεις αλευρωμένο, στο πόδι  να διαβάζει την ιατρική ρετσέτα κάποιου γείτονα που τον εμπιστεύεται με την προηγούμενη ιδιότητα.

Οι Νεοιωνιότες ίδρυσαν σύλλογο για να κρατιούνται οι μνήμες ζωντανές. Ο σύλλογος είναι ακόμα ακμαίος. Η Νέα Ιωνία έγινε Μητρόπολη. Από τα τέλη του 60, ταξείδια στην Σπάρτη καθιερώθηκαν σαν ετήσιο προσκύνημα των Σπαρταλήδων και των παιδιών τους. Δημιούργησαν κλίμα φιλίας με τον Τούρκο δήμαρχο και αντάλλαξαν επισκέψεις. Στην διάρκεια των πρώτων επισκέψεων, οι ταξειδιώτες είχαν φέρει πίσω, τα ακούσματα από  επιζόντες Τούρκους γείτονες, « φύγατε και κταστραφήκαμε, ζούσαμε καλά μαζύ». Μία ημέρα κάποιος Τούρκος γείτονας ήρθε με κάτι παλιές ορθόδοξες εικόνες. Τους είπε «ανήκαν στην εκλλησία σας, τις κρύψαμε περιμένοντας πως κάποτε θα ερχόσασταν». Οι εικόνες βρίσκονται στην Μητρόπολη της Νέας Ιωνίας τον ναό των  Αγίων Αναργύρων.

Στην Νέα Ιωνιία, οι ταλαιπωρημένοι αλλά στωικοί πατριώτες που πρόλαβα εν ζωεί, μου δίδαξαν πόσο δυσκολο είναι να πιάνεσαι με την ιστορία, πως όσο κιαν πονάς ωφείλεις να δαμάζεις τα συναισθήματα, να υποπτεύεσαι τα φαινόμενα και να  βλέπεις την αλήθεια στα μάτια ψύχραιμα, όσο κιαν είναι πικρή!

Οταν ήρθε ο καιρός των αποφάσεων για Πανεπιστημιακές σπουδές ένα κομμάτι των σπουδών μου ήταν σκηνογραφία, γιατί στην Νέα Ιωνία είχα δει από πρώτο χέρι τι θα πει σκηνογραφία θεάτρου..

 

Ακουαρέλα σε χαρτί, «Το Χαμάμ της Νέας Ιωνίας», Καλλιρόη Λουκίδου Τσιάτη.

 

Επεξηγήσεις

*αυτόχθονες. Μου ηχεί καλύτερα από το «εντόπιος», γιατί με την λέξη εντόπιος, οι μικρασιάτες εξέφραζαν και εκφράζουν αρνητικά αισθήματα .

*μποχτσάς = τετράγωνο πανί , συνήθως με δαντέλα γυρω γύρω, συχνά με τα αρχικά του ζευγαριού κεντημένα. Με τον μποχτσά μετέφερες πράγματα, όπως αυτά που χρειαζόσουν στο χαμάμ.

*το τάσι = ορυχάλκινο ρυχό μπωλ, μέσα στο οποίο έκανες σαπουνάδα.

*η λούφα = αποξηραμένο είδος αγγουριού με το οποίο έτριβαν το εκτεθειμένο στον ατμό σώμα.

    

Καλλιρόη Λουκίδου Τσιάτη

Απόφοιτος της Ανώτατης Σχολής Καλών Τεχνών, ΕΜΠ, εργαστήριο ζωγραφικής, Γ.Μόραλη

 Εργαστήριο σκηνογραφίας, Β.Βασιλειάδη

Post Grad.  Diploma  of  Education, Melb.  State  College.



Kalliroe (Roula) Tsiatis

 

 

 

 

 

 


 
 

 

 

  


 



 
 

 

 

 

 

 

 


Disclaimer
While every effort has been made by ANAGNOSTIS to ensure that the information on this website is up to date and accurate, ANAGNOSTIS  does not give any guarantees, undertakings or warranties in relation to the accuracy completeness and up to date status of the above information.
ANAGNOSTIS will not be liable for any loss or damage suffered by any person arising out of the reliance of any information on this Website

.Disclaimer for content on linked sites
ANAGNOSTIS accepts no responsibility or liability for the content available at the sites linked from this Website.
Το περιοδικό δεν ευθύνεται για το περιεχόμενο άρθρων των συνεργατών.

Anagnostis  P.O.Box 25 Forest Hill 3131 Victoria Australia
 enquiry@anagnostis.info